Η Καθαρά Δευτέρα σηματοδοτεί την έναρξη της Σαρακοστής και παράλληλα το τέλος της Αποκριάς. Πήρε την ονομασία της από τους Χριστιανούς, γιατί με την έναρξη της νηστείας «καθαρίζονταν» πνευματικά και σωματικά.
Η νηστεία διαρκεί για 40 μέρες, όσες ήταν και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο. Τα έθιμα του λαού μας: Από παλιά, η Καθαρά Δευτέρα πέρασε στη συνείδηση του λαού σαν μέρα καθαρμού. Οι βυζαντινοί την Καθαρά Δευτέρα την ονόμαζαν Απόθεση -Απόδοση και τελούσαν δρώμενα. Τραγουδούσαν σχετικά άσματα, από τα οποία έχουν σωθεί μικρά μέρη μέχρι στις μέρες μας. «Ίδε το έαρ το καλόν πάλιν επανατέλλει, φέρον υγείαν και χαρά και την ευημερίαν».
Το πέταγμα του χαρταετού είναι ένα έθιμο μεταγενέστερο. Κούλουμα ονομάζεται η καθαροδευτεριάτικη έξοδος στην εξοχή και το πέταγμα του αετού. Οι χριστιανοί, παρέες, βγαίνουν στην εξοχή, παίρνοντας μαζί τους νηστίσιμα φαγητά και το ρίχνουν στη διασκέδαση και το χορό.
Σε όλη σχεδόν την Ελλάδα –και σε διάφορες παραλλαγές– το χορευτικό δρώμενο, το λεγόμενο Γαϊτανάκι, έθιμο που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ξεσηκώνει μικρούς και μεγάλους.
Ο βλάχικος γάμος της Θήβας, πανάρχαιο έθιμο που πραγματοποιείται παραδοσιακά με το ξύρισμα του γαμπρού και το στόλισμα της νύφης, η οποία στη πραγματικότητα είναι άνδρας.
Το έθιμο του Αγά –με ρίζες στην Τουρκοκρατία– αναβιώνει στα Μεστά και στους Ολύμπους της Χίου. Ο Αγάς, αυστηρός δικαστής, δικάζει και καταδικάζει με χιούμορ και πειράγματα τους θεατές του εθίμου. Στην Αλεξανδρούπολη, ένας κάτοικος μεταμφιέζεται σε Μπέη και περιδιαβαίνει την πόλη μοιράζοντας ευχές για το καλό. Στο Λαϊκό Δικαστήριο Ανήθικων Πράξεων στην Κάρπαθο ανταλλάσσονται απρεπείς χειρονομίες μεταξύ των θεατών, και γι' αυτό οδηγούνται στο «δικαστήριο» από τους Τζαφιέδες (χωροφύλακες), προς απονομή δικαιοσύνης από τους σεβάσμιους του νησιού.
Το έθιμο του αλευρομουτζουρώματος συναντάμε στο Γαλαξίδι, με τους καρναβαλιστές να χορεύουν κυκλωτούς χορούς αλευρωμένοι και μουτζουρωμένοι! Του Κουτρούλη ο Γάμος στη Μεθώνη –η αναβίωση ενός πραγματικού γάμου που άφησε εποχή κατά τον 14ο αιώνα– συντελείται κάθε Καθαροδευτέρα με έντονη σατυρική διάθεση και πειράγματα για τη νύφη. Το έθιμο του Αχυρένιου Γληγοράκη στη Βόνιτσα, όπου ένας αχυρένιος ψαράς δεμένος σε γάιδαρο γυρνάει σε όλο το χωριό για να καταλήξει σε μια φλεγόμενη βάρκα ανοιχτά της θάλασσας. Κούλουμα
Τα κούλουμα από τόπο σε τόπο γιορτάζονται διαφορετικά, με διάφορες εκδηλώσεις. Παντού, όμως, επικρατεί κέφι, χορός και τραγούδι. Για την ετυμολογία της λέξης κούλουμα υπάρχουν πολλές εκδοχές. Κατά τον Νικόλαο Πολίτη, πατέρα της ελληνικής λαογραφίας, η λέξη προέρχεται από το λατινικό Cumulus (κούμουλους) που σημαίνει σωρός, αφθονία αλλά και το τέλος. Εκφράζει δηλαδή το τέλος, τον επίλογο της Απόκριας. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, προέρχεται από μία άλλη λατινική λέξη, τη λέξη «κόλουμνα», δηλαδή «κολώνα». Κι αυτό, επειδή το πρώτο γλέντι της Καθαράς Δευτέρας στην Αθήνα έγινε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ο χαρταετός φαίνεται να πέταξε για πρώτη φορά γύρω στο 200 π.Χ στην Κίνα και τη Μαλαισία. Εκεί κατασκευάστηκαν οι πρώτοι χαρταετοί από μετάξι και μπαμπού και μάλιστα με τη μορφή που έχουν ως επί το πλείστον μέχρι σήμερα στις χώρες αυτές, με τη μορφή του δράκου. Στη συνέχεια οι χαρταετοί πήγαν στην Κορέα και την Ιαπωνία όπου και εμπλουτίστηκαν με περισσότερα σχέδια. Στην Ευρώπη ήρθαν γύρω στο 1400 μ.Χ από ευρωπαίους εξερευνητές που ταξίδευαν στην Ασία.
Κατά τους δυο Παγκόσμιους πολέμους χρησιμοποιήθηκαν ως συσκευές παρατήρησης. Στην Ελλάδα οι χαρταετοί κατασκευάζονταν από παιδιά με ή χωρίς τη βοήθεια των μεγάλων με απλά υλικά όπως χαρτί, καλάμι ή λεπτό πηχάκι, σπάγγο και εφημερίδες και με περισσεύματα από τις αποκριάτικες κορδέλες. H λαγάνα είναι άζυμος άρτος ,δηλαδή παρασκευάζεται χωρίς προζύμι. Τέτοιος άρτος πρόχειρος χρησιμοποιήθηκε από τους Ισραηλίτες κατά τη νύχτα της Εξόδου τους από την Αίγυπτο υπό την αρχηγία του Μωυσή. Έκτοτε, επιβαλλόταν από το Μωσαϊκό Νόμο για όλες τις ημέρες της εορτής του Πάσχα, μέχρι που ο Χριστός στο τελευταίο του Πάσχα ευλόγησε τον ένζυμο άρτο. Η ιστορία της λαγάνας διατρέχει όλη τη διατροφική παράδοση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο Αριστοφάνης στις "Εκκλησιάζουσες" λέει "Λαγάνα πέττεται" δηλαδή "Λαγάνες γίνονται". Ο δε Οράτιος στα κείμενά του αναφέρει τη λαγάνα ως "Το γλύκισμα των φτωχών". Το έθιμο της λαγάνας παρέμεινε αναλλοίωτο ανά τους αιώνες και συνηθίζεται να παρασκευάζεται με μεράκι από τον αρτοποιό της γειτονιάς, τραγανή λαχταριστή και σουσαμένια και καταναλώνεται κατά την Καθαρά Δευτέρα, την Πρωτονήστιμη Δευτέρα της Σαρακοστής. Η ονομασία της "Καθαρά" προήλθε από τη συνήθεια που είχαν οι νοικοκυρές το πρωί της ημέρας αυτής, να πλένουν με ζεστό νερό και στάχτη όλα τα μαγειρικά σκεύη, ως "ημέρα κάθαρσης". Στη συνέχεια, τα κρεμούσαν στη θέση τους, όπου και παρέμεναν μέχρι τη λήξη της νηστείας. Επίσης, κατά την ημέρα αυτή, εξέρχονταν όλοι οικογενειακώς στην ύπαιθρο και έστρωναν κάτω στη γη και έτρωγαν νηστίσιμα φαγητά, όπως χαλβά, ελιές, ταραμά και λαγάνα. Από την Καθαρά Δευτέρα προετοιμάζεται ο άνθρωπος, μετά τις εορτές και την καλοφαγία των Αποκρεών, να καθαρίσει την ψυχή και το σώμα του, για να φτάσει στο τέρμα δηλαδή στο Πάσχα και να αναστηθεί ξανά με την Ανάσταση του Κυρίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λαγάνα που έχει το σχήμα της "κυρά-Σαρακοστής", που παριστάνει μία μακριά γυναίκα που έχει ένα σταυρό στο κεφάλι και δεν έχει στόμα. Τα χέρια της είναι σταυρωμένα για τις προσευχές, έχει επτά πόδια που συμβολίζουν τις επτά εβδομάδες της νηστείας. Έθιμο που συνηθιζόταν, για να μετρούν το χρόνο, κατά την περίοδο της Σαρακοστής, ήταν κάθε Σάββατο να κόβουν το ένα πόδι και το τελευταίο το έκοβαν το Μεγάλο Σάββατο, όπου το έκρυβαν σε ένα ξερό σύκο ή σε ένα καρύδι και, όποιος το έβρισκε, ήταν ο τυχερός της επόμενης χρονιάς. Οι αρτοποιοί της γειτονιάς πιστοί στις παραδόσεις μας παρασκευάζουν την Καθαρά Δευτέρα τη λαγάνα, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του εθίμου, ώστε οι νέες γενεές να έχουν την ευκαιρία να ακούσουν, να μυρίσουν και να γευτούν τη Σαρακοστή, γιατί οι Σαρακοστιανές μυρωδιές είναι έμμεσοι φορείς μίας βαθιάς πνευματικότητας.